απόζερβος

απόζερβος
-η, -ο
Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας
2. αδέξιος, ανεπιτήδειος
3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει»)
II. επίρρ. απόζερβα
α) από τ' αριστερό πλευρό
β) αδέξια, δύσκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”